- πεντάδραχμον
- πεντάδραχμοςof the weightmasc/fem acc sgπεντάδραχμοςof the weightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия
παραρρινώ — άω, Α (σχετικά με νόμισμα) ρινίζω («πεντάδραχμον παρερρινημένον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥινῶ «ξύνω» (< ρίνη «λίμα»), πρβλ. κατα ρρινώ] … Dictionary of Greek